περιβεβλημένον

περιβεβλημένον
облаченного

Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "περιβεβλημένον" в других словарях:

  • περιβεβλημένον — περιβάλλω throw round perf part mp masc acc sg (epic) περιβάλλω throw round perf part mp neut nom/voc/acc sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • DIPLOIS — Gr. Διπλο̈ίς, pallium duplex, Cynicorum olim vestis. Antipater de Diogene (qui hinc Διπλοείματος dictus est) cui una pera, una Diplois. Et infra, Baculus et pera, καὶ διπλόον εἷμα. Latini duplicem pannum vocarunt. Horat. enim l. 1. Ep. 17. de… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • περιβάλλω — ΝΜΑ [βάλλω] 1. θέτω, τοποθετώ κάτι ολόγυρα ή πάνω από κάτι άλλο 2. περικλείω, περικυκλώνω, ζώνω 3. καλύπτω, σκεπάζω κάτι ολόγυρα, επικαλύπτω, περικαλύπτω (α. «μέ περιβάλλει βαθύ σκοτάδι» β. «ἤδη γάρ με περιβάλλει σκότος», Ευρ.) 4. ντύνω, ενδύω… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»